γλωσσαλγια

γλωσσαλγια
    γλωσσαλγία
    γλωσσ-αλγία
    ἥ невоздержность на язык, болтливость Eur., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γλωσσαλγια" в других словарях:

  • γλωσσαλγία — γλωσσαλγίᾱ , γλωσσαλγία endless talking fem nom/voc/acc dual γλωσσαλγίᾱ , γλωσσαλγία endless talking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσαλγίᾳ — γλωσσαλγίαι , γλωσσαλγία endless talking fem nom/voc pl γλωσσαλγίᾱͅ , γλωσσαλγία endless talking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσαλγία — η (AM γλωσσαλγία) [γλώσσαλγος] η ακατάσχετη φλυαρία νεοελλ. πόνος στη γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • γλωσσαλγίας — γλωσσαλγίᾱς , γλωσσαλγία endless talking fem acc pl γλωσσαλγίᾱς , γλωσσαλγία endless talking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσαλγίαι — γλωσσαλγία endless talking fem nom/voc pl γλωσσαλγίᾱͅ , γλωσσαλγία endless talking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσαλγίαν — γλωσσαλγίᾱν , γλωσσαλγία endless talking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσαλγίαις — γλωσσαλγία endless talking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • языкоболие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (γλωσσαλγία) болтливость, злоречие, хула …   Словарь церковнославянского языка

  • языковредие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (γλωσσαλγία) злоречие …   Словарь церковнославянского языка

  • -αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία …   Dictionary of Greek

  • γλωσσίτης — ο 1. η γλωσσαλγία 2. η γλωσσίτιδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»